- τοξικολογικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τοξικολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. < τοξικολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Αχ. Γεωργαντά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τοξικολογικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που σχετίζεται με την τοξικολογία: Τοξικολογικές έρευνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)